ενδόλεμφος

ενδόλεμφος
η физиол, эндолимфа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ενδόλεμφος" в других словарях:

  • ενδολύμφη — η και ενδόλεμφος, ο λευκωματούχο υγρό που βρίσκεται μέσα στον λαβύρινθο τού εσωτερικού μέρους τού αφτιού και συγκρατεί σε αιώρηση τούς ωτόλιθους …   Dictionary of Greek

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»